- σαφηνεκτομή
- και σαφηνεκτομία, η, Νιατρ. εγχείρηση που γίνεται για την θεραπεία τών κιρσών τής κνήμης με αφαίρεση συνήθως μιας από τις σαφηνείς φλέβες.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. saphenectomie < saphena / saphenous (βλ. λ. σαφηνής (ΙΙ) + εκτομή].
Dictionary of Greek. 2013.